20.3.07

Παίζοντας και πάλι με τις λέξεις...

Η japanorange με κάλεσε κι αυτή να παίξουμε το παιχνιδάκι με τις λέξεις... Και μου έδωσε τις λέξεις φτερά, παιδί, κερασιές, χρυσόψαρο και πύλη για να παίξω. Κι εγώ σαν παιδί ξεχάστηκα στο λούνα παρκ που δημιούργησα στο χαρτί (για την ακρίβεια στο notepad του υπολογιστή μου) και αράδιασα 1000 και βάλε λέξεις... Και τώρα αναρωτιέμαι αν θα καθήσετε να τις διαβάσετε.
Κι αφού χρησιμοποίησα και τις πέντε λέξεις στην πρώτη παράγραφο, σας προ(σ)καλώ να παίξουμε ένα άλλο παιχνιδάκι! Διαβάστε την πρώτη παράγραφο και γράψτε τη δική σας συνέχεια!!!

_________


To παιδί στεκόταν εκεί. Ακίνητο μπροστά στην πύλη του ερειπωμένου λούνα παρκ. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια πλαστική σακούλα με ένα νεκρό χρυσόψαρο. Ήταν το δώρο που είχε κερδίσει πριν δυο βδομάδες στο παιχνίδι με τους κρίκους. Εδώ. Σε αυτό το λούνα παρκ που τώρα έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Σαν να είχαν περάσει μήνες και χρόνια. Κι όμως. Είχαν απλά περάσει δυο βδομάδες. Δυο μόνο βδομάδες από τη στιγμή που είδε τον άγγελο. Δεν ήταν μόνο τα φτερά ο λόγος που τον αναγνώρισε. Ολόκληρος έλαμπε με ένα αλλόκοτο φως που έμοιαζε να βγαίνει από μέσα του. Από τα γαλάζια - τόσο μα τόσο ανοιχτά γαλάζια - μάτια του. Από τα κόκκινα χείλη του που θύμιζαν ανθισμένες κερασιές.

...

Δεν είχαν μιλήσει. Κι όμως το παιδί είχε ακούσει τη φωνή του αγγέλου μέσα στο κεφάλι του.
"Αυτό το ψαράκι είναι μαγικό" είχε πει η φωνή του αγγέλου. "Μπορεί να πραγματοποιήσει τρεις ευχές σου. Χρησιμοποίησε τις δυο πρώτες για σένα μα χάρισε του την τρίτη. Δώσε του την ελευθερία του".
Το παιδί δεν είχε δώσει σημασία σ' αυτά τα λόγια παρασυρμένο από τη γιορτινή ατμόσφαρα του μικρού λούνα παρκ. Είχε ξοδέψει το υπόλοιπο χαρτζιλίκι του στο καρουζέλ, στο σπίτι του τρόμου κι είχε αγοράζει κι ένα ξυλάκι μαλλί της γριάς, λευκό κι αφράτο σαν σύννεφο! Κι είχε γυρίσει στο σπίτι χαρούμενο και κουβαλώντας το πλαστικό σακουλάκι με το χρυσόψαρο.

Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι θυμήθηκε τον άγγελο και τα παράξενα λόγια. "Λες;", σκέφτηκε και πήρε στα χέρια του το μπολ όπου είχε προσωρινά τοποθετήσει το ψαράκι. "Για να δούμε τι μπορείς να κάνεις" μουρμούρισε και κρατώντας με τα δυο του χέρια το μπολ είπε: "Θέλω όλα τα παιχνίδια που έχει το παιχνιδάδικο στη γωνία! Θέλω τις σβούρες, τα στρατιωτάκια, τα χρωματιστά αυτοκινητάκια, ακόμα κι εκείνο το κόκκινο γυαλιστερό ποδήλατο με το κουδουνάκι!".

Το ψαράκι ανοιγόκλεισε τρεις φορές το στόμα του, με το απορημένο βλέμμα που έχουν όλα τα χρυσόψαρα και κούνησε την μακριά χρυσοκόκκινη ουρά του. Τίποτε δεν έγινε.

"Είσαι ένα χαζό χρυσόψαρο και τίποτε άλλο! Εγώ φταίω που σε τάισα κιόλας! Και σε έβαλα στο μπολ μου!" είπε εκνευρισμένο το παιδί, παράτησε το ψάρι κι έπεσε απογοητευμένο στο κρεβάτι του. Στον ύπνο του είδε παιχνίδια. Πολλά παιχνίδια. Κούκλες κι επιτραπέζια, αρκουδάκια, αυτοκινητάκια ποδήλατα και μουσικά κουτιά. Και τα παιχνίδια όλο και πλήθαιναν. Και κάλυπταν το πάτωμα κι ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά. Έφτασαν στο κρεβάτι κι άρχισαν να το πνίγουν. Το παιδί ξύπνησε τρομαγμένο. Για μια στιγμή δε μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Το δωμάτιο του ήταν γεμάτο με παιχνίδια! Όλα τα παιχνίδια του συνοικιακού παιχνιδάδικου ήταν εκεί! Η ευχή του είχε πραγματοποιηθεί! Έκανε χώρο ανάμεσα στα παιχνίδια κι έψαξε το μπολ με το χρυσόψαρο. Ήταν ακόμα εκεί, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του και κουνώντας τα πτερύγια του. Το παιδί τάισε το ψαράκι και το έβαλε σε ένα ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης. Και μετά άρχισε να παίζει! Με ποιο παιχνίδι όμως να πρωτοπαίξει; Τι απίστευτη χαρά! Είχε όλα τα παιχνίδια που είχε ποτέ ονειρευτεί κι ακόμα περισσότερα! Είχε μάλιστα και παιχνίδια για κορίτσια, κούκλες, καροτσάκια, κουζινικά! Αυτά θα τα χάριζε στη Μυρτώ, στην καλύτερη του φίλη!

Το παιδί ήταν πολύ χαρούμενο. Και για μέρες έπαιζε με τα παιχνίδια του κι ούτε στιγμή δεν ξέχναγε να ταΐζει το μικρό χρυσόψαρο. Ο καιρός όμως περνούσε και το παιδί είχε αρχίσει πια να βαριέται τα παιχνίδια. Τώρα μάλιστα ήταν της μόδας κάτι καινούριες σοκολάτες που είχε φέρει το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Κάτι σοκολάτες μικρές, σε χρωματιστό χαρτί που κάθε μία είχε κι ένα αυτοκόλλητο, διαφορετικό κάθε φορά. Το παιδί όμως δεν είχε αρκετά χρήματα για να αγοράσει πάνω από μία σοκολάτα τη βδομάδα. Και του έλειπαν τόσα αυτοκόλλητα...

"Για να δούμε αν μπορείς να το κάνεις κι αυτό" είπε το παιδί και ξαναπήρε στα χέρια του τη γυάλα με το χρυσόψαρο! "Θέλω όλες τις σοκολάτες που έχει το ψιλικατζίδικο!" Το χρυσόψαρο δεν αντέδρασε αλλά το παιδί είχε πια μάθει. Έπεσε γρήγορα γρήγορα στο κρεβάτι! Και το πρωί ξύπνησε σε μια θάλασσα από σοκολάτες! Άρχισε να τις ξετυλίγει από τα χρωματιστά τους περιτυλίγματα και να τις τρώει λαίμαργα. Μάζεψε και τα χαρτάκια σε μια στοίβα! Τα διπλά θα τα έδινε ίσως στη Μυρτώ! Ή μάλλον τα διπλά θα τα αντάλλαζε με τον Κώστα... Τα τριπλά θα έδινε στη Μυρτώ. Αλλά ακόμα και τα τριπλά ήταν πολλά!

Το επόμενο βράδυ το παιδί είδε στον ύπνο του τον άγγελο. "Το ψαράκι πραγματοποίησε τις δυο ευχές σου. Είναι σειρά σου να του χαρίσεις την ελευθερία του" του υπενθύμισε και χάθηκε. Το παιδί ξύπνησε προβληματισμένο. "Να το αφήσω; Μα, μπορεί να κάνει τόσο πολλά πράγματα... Κι η μόδα με τα αυτοκόλλητα τελείωσε. Θα μπορούσα τώρα να του ζητήσω κάτι πιο μεγάλο! Χρήματα ίσως! Ναι! Πολλά πολλά χρήματα! Κι εξάλλου δε θα το κάνω μόνο γα μένα... Θα δώσω και στο μπαμπά και τη μαμά μου. Θα δώσω και στη Μυρτώ λίγα! Και σε όποιον μου ζητάει" σκεφτόταν το παιδί. Κι όλη τη μέρα προσπαθούσε να αποφασίσει τι να κάνει...

Το βράδυ είχε πια πάρει την απόφαση του. Έπιασε τη γυάλα με τα δυο του χέρια και είπε δυνατά "Θέλω όλα τα λεφτά που έχει η τράπεζα απέναντι από το σχολείο!". Το ψαράκι ανοιγόκλεισε το στόμα του και πάλι. Και του παιδιού του φάνηκε ότι ήταν στενοχωρημένο. Αλλά μπα, ιδέα του θα ήταν. Τα χρυσόψαρα δε στεναχωριούνται. Κι εξάλλου με την ευχή του αυτή θα έκανε κάτι καλό!

Το πρωί το δωμάτιο ήταν γεμάτο δεσμίδες χαρτονομίσματα. Και σακιά με κέρματα! Το παιδί άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά του! Φώναξε και τη μαμά του για να χαρεί μαζί του. Αλλά η γυναίκα, μπαίνοντας στο δωμάτιο, σάστισε. Ήδη είχε προσέξει ότι το παιδί είχε πολλά καινούρια παιχνίδια. Και πολύ περισσότερες σοκολάτες από ότι του επέτρεπε το χαρτζιλίκι του, αλλά και όλα αυτά τα λεφτά; Τρομαγμένη άρχισε να ρωτάει που βρέθηκαν όλα αυτά. Και να φωνάζει ότι πρέπει να τα επιστρέψουν αμέσως. Μάταια προσπαθούσε το παιδί να της εξηγήσει. Κι όταν πήγε να της δείξει το μαγικό ψαράκι το βρήκε νεκρό μέσα στη γυάλα...

Τότε το παιδί συνειδητοποίησε ότι η απληστία του είχε σκοτώσει το μαγικό ψαράκι κι έμεινε να κλαίει. Ο πατέρας, που είχε μπει κι αυτός στο δωμάτιο, ρωτούσε με τη σειρά του πως βρέθηκαν όλα αυτά τα χρήματα εκεί μέσα. Το παιδί όμως δε μπορούσε να απαντήσει. Έβαλε το ψαράκι σε μια σακουλίτσα κι άρχισε να τρέχει. Έφτασε μπροστά στο λούνα παρκ και το βρήκε ερειπωμένο. Πουθενά ο πάγκος με τους κρίκους. Πουθενά το καροτσάκι με το μαλλί της γριάς. Το σπίτι του τρόμου και το καρουζέλ ακίνητα, εγκαταλελειμμένα... Τότε έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει... "Δε θέλω πια τα παιχνίδια... Ούτε τις σοκολάτες και τα λεφτά... Θα 'θελα μόνο το ψαράκι να ζει και πάλι... Άγγελε... Που είσαι;" Μέχρι που λιποθύμησε.

Το παιδί άνοιξε τα μάτια του. Τα δάχτυλα του κολλούσαν από τη ζάχαρη. Το ψαράκι έφερνε βόλτες στην πλαστική σακουλίτσα. Το χαρούμενο τραγούδι του καρουζέλ έφτανε στ' αυτιά του. "Τι ωραίο ψαράκι!" έλεγε ο νεαρός με τα γαλάζια μάτια και τα κόκκινα χείλη - σαν άνθη κερασιάς - που είχε σκύψει από πάνω του για να δει τι έπαθε...

14.3.07

Το παιχνίδι των λέξεων!

Η Ειρήνη - αρχιτεμπέλα - eirini1, μου ζήτησε να γράψω μια ιστορία με τις λέξεις: σοκολάτα, μωβ, μπιλιάρδο, βιβλίο, φεγγάρι, σκύλος και Καλαμάτα!
Ορίστε λοιπόν:

__________

Η Ειρήνη, γνωστή και ως αρχιτεμπέλα, είχε ξαπλώσει στον 500 ευρώ κόκκινο καναπέ της και απολάμβανε την τρίτη της σοκολάτα. Άλλα δυο περιτυλίγματα ήταν παρατημένα πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου που τελικά είχε αγοράσει και έμενε αχρησιμοποίητο. Δεν είχε καταφέρει βλέπετε ακόμα να πείσει την Αρίστη, γνωστή και ως γκρινιάρα, να παίξουν. Κατά βάθος βέβαια φοβόταν ότι η προηγούμενη θα έσχιζε κατά λάθος και την τσόχα... Ααααχ! Οι φίλοι της από την Καλαμάτα σίγουρα θα εκτιμούσαν περισσότερο αυτό το τραπέζι!

Το ρολόι στον μπορντώ τοίχο, δίπλα στον κρυφό φωτισμό που με τόσο κόπο είχε εγκαταστήσει, έδειχνε τρεις. Πήρε λοιπόν το βιβλίο της και αποσύρθηκε στο μωβ υπνοδωμάτιο της. Το φως του φεγγαριού έλουζε τους τοίχους και την - επίσης μωβ - ντουλάπα. Έκλεισε εκνευρισμένη τα στόρια και χώθηκε κάτω από το πάπλωμα. Από το στοιχειωμένο σπίτι της Αραπάκη ακούστηκε το αλύχτισμα ενός σκύλου. Η Ειρήνη τράβηξε ακόμα πιο ψηλά τα σκεπάσματα και βυθίστηκε επιτέλους στον ύπνο!

Στον ύπνο της θα έβλεπε τρόπους να δολοφονήσει την Αρίστη - την επονομαζόμενη και γκρινιάρα - για την ιστορία που μόλις έγραψε! ;-)

__________

Ρε φιλενάδα, με αυτές τις λέξεις που μου έδωσες τι άλλο περίμενες να γράψω; Εμένα δε μου αρέσει ούτε η σοκολάτα ούτε το μπιλιάρδο! Άσε που δεν έχω και καμία σχέση με Καλαμάτα! Για να μη μιλήσω και για το μωβ! Μια ιστορία με ηρωίδα εσένα ήθελες έτσι κι αλλιώς! Κι εγώ στην έγραψα! ;-)

Με τη σειρά μου λοιπον θα βασανίσω την severin, τον axenbax, τον coffeemaker και τον xameno. Τι θέλω από εσάς; Να γράψετε μια ιστορία με τις λέξεις: καφές, επιτραπέζια, cd, βράδυ, τηλέφωνο κι ένα ζευγάρι παντόφλες!

Υ.Γ. Διαβάστε την ιστορία της Ειρήνης εδώ!

Μια σούπερ ατυχία

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...